Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εξαμηνιαίος, επίθ.· εξαμηναίος.
-
- α) Που διαρκεί έξι μήνες:
- (Χρον. Μορ. P 5718)·
- β) (στην αιτιατ. επιρρ.) για ένα εξάμηνο:
- ορίζω να είναι εξαμηναίον όλοι τους πληρωμένοι (Χρον. Μορ. H 6543).
- Το ουδ. ως ουσ. = (εκκλ.) λειτουργικό βιβλίο που περιέχει την ύλη των μηναίων έξι συνεχόμενων μηνών (πβ. Du Cange, λ. μηναία):
- Εξαμηνιαίον βεβράινον αρχόμενον από τον Σεπτέμβριον (Διαθ. Μαγγ. 47).
[μτγν. επίθ. εξαμηνιαίος. Ο τ. τον 6. αι. (LBG). Η λ. και σήμ.]
- α) Που διαρκεί έξι μήνες:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαμηνιαίος -α -ο [eksaminiéos] Ε4 : που αντιστοιχεί σε χρονικό διάστημα έξι μηνών. α. (για έντυπο) που εκδίδεται κάθε έξι μήνες: Εξαμηνιαίο περιοδικό. β. (για χρηματικό ποσό) που πληρώνεται κάθε έξι μήνες: Tο ποσό θα πληρωθεί σε δέκα εξαμηνιαίες δόσεις.
[λόγ. < ελνστ. ἑξαμηνιαῖος]