Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαμελής -ής -ές [eksamelís] Ε10 : που αποτελείται από έξι μέλη: Mία ~ οικογένεια / συμμορία / επιτροπή. Aεροπλάνο με εξαμελές πλήρωμα.
[λόγ. εξα- + -μελής]