Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαλείφω [eksalífo] -ομαι Ρ4 : α.εξαφανίζω κτ. από μια επιφάνεια, το κάνω να μην υπάρχει πια: Yγρό που εξαλείφει όλους τους λεκέδες. || (μτφ.): Tο πένθος έχει εξαλείψει κάθε ίχνος χαμόγελου από το πρόσωπό της. Εξαλείφθηκαν όλες οι ελπίδες, χάθηκαν. β. (νομ.) διαγράφω, καταργώ: Εξαλείφεται μια προσημείωση / μια υποθήκη.
[λόγ. < αρχ. ἐξαλείφω `σοβατίζω, ξεπλένω, εξαφανίζω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξαλείφω· εξαλείπτω· ’ξαλείφω· ’ξελείφω· ’ξηλείφω· μτχ. παρκ. αξαλειμμένος.
-
- 1)
- α) (Προκ. για πρόσωπο ή πράγμα) εξαφανίζω, εξολοθρεύω:
- το θανατικόν εξήλειψεν τους ανθρώπους της Κύπρου (Μαχ. 1203)·
- να ’ξαλείψεις το κακό από το Ισραέλ (Πεντ. Δευτ. ΧΧΙΙ 21· XXXIII 27)·
- β) (μεταφ.) εξαφανίζω, «σβήνω»:
- Ο χάρος την εξέλειψεν την χαρμονήν εκείνην (Αχιλλ. O 708)·
- γ) (προκ. για τόπο, πόλη, κλπ.) καταστρέφω, λεηλατώ:
- (Χρον. Μορ. H 5663).
- α) (Προκ. για πρόσωπο ή πράγμα) εξαφανίζω, εξολοθρεύω:
- 2) Καταβάλλω, νικώ:
- να πολεμήσει μετ’ αυτόν, να τον έχει εξαλείψει (Χρον. Μορ. H 5991).
- 3) Ξοδεύω, δαπανώ, σπαταλώ:
- επαίρνει τα (ενν. τα χρήματα), εξαλείφει τα κι έρημος απομένει (Σπαν. A 528).
[αρχ. εξαλείφω. Οι τ. ’ξα‑ και ’ξη‑ και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1)