Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξακριβώνω [eksakrivóno] -ομαι Ρ1 : σχηματίζω αντίληψη για κτ. ύστερα από λεπτομερή και συστηματική έρευνα: H αστυνομία προσπαθεί να εξακριβώσει τα κίνητρα του εγκλήματος. α. ελέγχω: Οι πληροφορίες δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένες. β. επαληθεύω: Οι θέσεις του είναι θεωρητικές· δεν έχουν εξακριβωθεί στην πράξη.
[λόγ. < αρχ. ἐξακριβ(ῶ) -ώνω]