Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξακρίβωση η [eksakrívosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξακριβώνω: H ~ της αλήθειας. Πριν από τη λήψη μέτρων πρέπει να γίνει ~ των αιτιών που προκαλούν τη ρύπανση του περιβάλλοντος. Tον πήγαν στο αστυνομικό τμήμα για ~ των στοιχείων της ταυτότητάς του, για έλεγχο και επαλήθευση.
[λόγ. < ελνστ. ἐξακρίβω(σις) `αυστηρή τήρηση΄ -ση κατά τη σημ. του εξακριβώνω]