Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξακολουθώ [eksakoluθó] Ρ10.9α : 1.συνεχίζω να κάνω κτ., να δημιουργώ ορισμένο αποτέλεσμα ή να βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση χωρίς διακοπή: Εξακολουθεί να εργάζεται ως αργά το βράδυ / και μετά τη συνταξιοδότησή του. Kλασικά έργα που εξακολουθούν να θαυμάζονται ύστερα από τόσους αιώνες. 2. διαρκώ, συνεχίζομαι: H βροχή εξακολούθησε όλη τη νύχτα.
[λόγ. < ελνστ. ἐξακολουθῶ `ακολουθώ από κοντά΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξακολουθώ.
-
- Ακολουθώ κάπ. ή κ.:
- εξακολούθει θέλημα, καλήν βουλήν ανθρώπων (Σπαν. A 99).
[μτγν. εξακολουθέω. Η λ. και σήμ.]
- Ακολουθώ κάπ. ή κ.: