Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξακολουθητικός -ή -ό [eksakoluθitikós] Ε1 : που γίνεται ή υπάρχει χωρίς διακοπή. || (γραμμ.) ANT στιγμιαίος: Ο ~ μέλλοντας, που δηλώνει ότι η πράξη θα γίνεται συνεχώς ή θα επαναλαμβάνεται. Εξακολουθητικά σύμφωνα, που κατά τη δημιουργία τους η φωνητική δίοδος στενεύει χωρίς να κλείνει εντελώς και επιτρέπει στον αέρα που εκπέμπεται να διέρχεται χωρίς διακοπή. || (γλωσσ.) Εξακολουθητική αφομοίωση*.
εξακολουθητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εξακολουθη- (εξακολουθώ) -τικός]