Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαιτίας [eksetías] πρόθ. : συντάσσεται με γενική και δηλώνει αιτία, ιδίως για κτ. κακό ή ουδέτερο: Aπολύθηκε ~ της κακής διαγωγής του, λόγω. Πέθαναν εξαιτίας της έλλειψης φαρμάκων, από έλλειψη φαρμάκων. Tο αντρόγυνο χώρισε ~ των συγγενών.
[λόγ. φρ. εξ αιτίας με βάση την αρχ. σύντ. ἐξ + γεν. για δήλωση της αιτίας]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξαιτίας, πρόθ.
-
- Εξαιτίας:
- η αρχή γαρ των κινδύνων εξαιτίας Αλεξάνδρου (Ερμον. Β 101).
[<συνεκφ. εξ αιτίας (πβ. Lampe, λ. αιτία Β1α). Η λ. και σήμ.]
- Εξαιτίας: