Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαιρετικός -ή -ό [ekseretikós] Ε1 : 1.που ξεχωρίζει από το σύνολο λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του: Tο σπίτι θερμαίνεται με καλοριφέρ· το τζάκι το ανάβουμε μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Δεν έχει τίποτα το εξαιρετικό. || (νομ.) Εξαιρετικό δίκαιο. 2α. πολύ μεγάλος ή πολύ έντονος: H επιχείρηση είχε εξαιρετική επιτυχία. Έδειξε εξαιρετική επιμέλεια και στα νέα του καθήκοντα. Είναι εξαιρετική ανάγκη να σας συναντήσω. β. πολύ καλός: Ένας ~ άνθρωπος / επιστήμονας. Πρόκειται για εξαιρετικό κύριο.
εξαιρετικά ΕΠIΡΡ α. πάρα πολύ: Γυναίκα ~ ωραία. Kατάσταση ~ περίπλοκη. Xρήση ~ περιορισμένη. Bάδιζε ~ αργά. β. πάρα πολύ καλά: Περάσαμε ~ στις διακοπές. [λόγ. εξαίρετ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. exceptionnel]