Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εξαετής, επίθ.
-
- Που είναι έξι χρονών:
- (Διγ. Z 1313).
[μτγν. επίθ. εξαετής. Η λ. και σήμ.]
- Που είναι έξι χρονών:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαετής -ής -ές [eksaetís] Ε10 : 1.που διαρκεί έξι χρόνια: ~ εκπαίδευση, εξάχρονη. Εξαετές πρόγραμμα / συμβόλαιο, που ισχύει για έξι χρόνια. 2. (λόγ., για πρόσ.) που έχει ηλικία έξι ετών· εξάχρονος.
[λόγ. < ελνστ. ἑξαετής]