Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαερώνω [eksaeróno] -ομαι Ρ1 : 1.κάνω εξαέρωση σε συσκευή ή μηχάνημα. 2. μεταβάλλω ένα σώμα στερεό ή υγρό σε αέρα ή αέριο· (πρβ. εξατμίζω).
[λόγ. < αρχ. ἐξαερ(ῶ) -ώνω]