Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαεριστήρας ο [eksaeristíras] Ο2 : ηλεκτρικό μηχάνημα εξαερισμού που διαθέτει φτερωτή και τοποθετείται σε ειδικό άνοιγμα του τοίχου από όπου απομακρύνει προς τα έξω τον αέρα.
[λόγ. εξαερισ- (εξαερίζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. (ventilateur-)aérateur]