Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαερισμός ο [eksaerizmós] Ο17 : ανανέωση του αέρα ενός κλειστού χώρου, απομάκρυνση αυτού που ήδη υπάρχει και εισροή καθαρού: Φυσικός ~. Tεχνητός ~, που γίνεται με ειδικά μηχανήματα τα οποία δημιουργούν ρεύμα αέρα. Σωλήνας / εγκατάσταση εξαερισμού. Ο ~ της κουζίνας / μιας αίθουσας / μιας σήραγγας. ~ των στοών ενός ορυχείου.
[λόγ. εξαερισ- (εξαερίζω) -μός]