Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαγόμενο το [eksaγómeno] Ο42 : 1.το αποτέλεσμα κάθε μαθηματικού υπολογισμού και ιδίως των πράξεων της αριθμητικής: Tο ~ της πρόσθεσης λέγεται άθροισμα, του πολλαπλασιασμού γινόμενο. 2. συμπέρασμα που προκύπτει από κάποιο συλλογισμό.
[λόγ. ουδ. μπε. < αρχ. ἐξάγω `οδηγώ έξω΄ μτφρδ. γαλλ. déduction]