Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαγωγικός -ή -ό [eksaγojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην εξαγωγή εμπορευμάτων. ANT εισαγωγικός: Εξαγωγικό εμπόριο. Εξαγωγική εταιρεία / επιχείρηση. H εξαγωγική περίοδος ενός προϊόντος, η χρονική περίοδος κατά την οποία αυτό (συνήθ. γεωργικό προϊόν) εξάγεται: Διπλασιάστηκαν φέτος οι εξαγωγές ροδακίνων, ενώ δεν έχει τελειώσει ακόμα η εξαγωγική περίοδος.
[λόγ. < ελνστ. ἐξαγωγικός]