Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαγωγέας ο [eksaγojéas] Ο21 : έμπορος που ασχολείται κυρίως με το εξαγωγικό εμπόριο. ANT εισαγωγέας: Εξαγωγείς καπνών / σιτηρών. Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εξαγωγέων.
[λόγ. < αρχ. ἐξαγωγεύς, αιτ. -έα `κάποιος που οδηγεί προς τα έξω΄ κατά τη σημ. των εξάγω, εξαγωγή]