Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαγριώνω [eksaγrióno] -ομαι Ρ1 : (για πρόσ. ή ζώο) κάνω κπ. να αγριέψει, να γίνει πολύ βίαιος ή επιθετικός: H αναίδειά του / η προκλητικότητά του με εξαγρίωσε. Tο εξαγριωμένο πλήθος προσπάθησε να λιντσάρει το δολοφόνο. Tα σκυλιά εξαγριωμένα ρίχτηκαν στο λύκο και τον κομμάτιασαν. || (για αφηρ. έννοια): Ο πόλεμος εξαγριώνει τα ήθη.
[λόγ. < αρχ. ἐξαγρι(ῶ) -ώνω]