Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξαγορά η [eksaγorá] Ο24 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξαγοράζω. 1. αγορά, απόκτηση κυριότητας σε κτ.: ~ των μετοχών μιας εταιρείας. 2. (μτφ.) καταβολή ορισμένου αντιτίμου, συνήθ. χρηματικού, με αποτέλεσμα: α. την απαλλαγή από ορισμένη υποχρέωση, συνήθ. έννομη: ~ της ποινής / της στρατιωτικής θητείας. β. την απελευθέρωση κάποιου: ~ σκλάβων / αιχμαλώτων. γ. την εξασφάλιση της υποστήριξης ή της ευνοϊκής διάθεσης κάποιου· (πρβ. δωροδοκία): ~ του δικαστή / του διαιτητή. || ~ συνειδήσεων.
[λόγ. εξαγορ(άζω) -ά (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: αγοράζω - αγορά μτφρδ. γαλλ. rachat]
- εξαγορά η· ’ξαγορά.
-
- 1) Αντίτιμο·
- έκφρ. εξαγορά σωμάτων = λύτρα:
- (Ερμον. Υ 353).
- έκφρ. εξαγορά σωμάτων = λύτρα:
- 2) Απόκτηση πλήρους κυριότητας:
- (Βαρούχ. 617).
[<εξαγοράζω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Αντίτιμο·
- εξαγοράζω [eksaγorázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.αγοράζω κτ., αποκτώ κυριότητα σε αυτό: Έγινε μοναδικός ιδιοκτήτης της επιχείρησης εξαγοράζοντας το μερίδιο του συνεταίρου του. 2. (μτφ.) πληρώνω ορισμένο αντίτιμο, συνήθ. χρηματικό, και έτσι: α. απαλλάσσομαι από ορισμένη υποχρέωση, συνήθ. έννομη: Kαταδικάστηκε σε φυλάκιση, εξαγόρασε όμως την ποινή του και αφέθηκε ελεύθερος. β. (για πρόσ., ιδ. αιχμάλωτο, δούλο κτλ.) απελευθερώνω: Οι αιχμάλωτοι πουλήθηκαν ως δούλοι, αργότερα όμως εξαγοράστηκαν από τους συγγενείς τους. || ~ την ελευθερία κάποιου. γ. εξασφαλίζω την υποστήριξη ή την ευνοϊκή διάθεση κάποιου· (πρβ. δωροδοκώ): Kέρδισε τη δίκη εξαγοράζοντας τους μάρτυρες του αντιδίκου του. || ~ τη σιωπή κάποιου.
[λόγ. < ελνστ. ἐξαγοράζω]
- εξαγοράζω· αξαγοράζω· ’ξαγοράζω.
-
- 1) Αγοράζω:
- (Βίος Αλ. 4606).
- 2) Εξαγοράζω:
- (Χρον. σουλτ. 10024)·
- δεν είναι άξιος ο κόσμος όλος να εξαγοράσει μίαν ψυχήν ανθρώπου (Διγ. Άνδρ. 33736)·
- (με σύστ. αντικ.):
- (Πεντ. Λευιτ. ΧΧVII 19).
- 3) Πληρώνω για να πάρω πίσω κ. που έβαλα ενέχυρο:
- (Κατζ. Β´ 199).
- 4) Απελευθερώνω πληρώνοντας λύτρα:
- (Κατζ. Δ´ 426)·
- σκλάβος ήσουν εις την ηγή την Αίγυφτο και εξαγόρασέ σε ο κύριος ο Θεός σου (Πεντ. Δευτ. ΧV 15)·
- (με σύστ. αντικ.):
- (Πεντ. Λευιτ. ΧΙΧ 20).
- 5) Φρ. εξαγοράζω τον καιρό = εκμεταλλεύομαι τον καιρό:
- (Αλφ. 1521).
[αρχ. εξαγοράζω. Ο τ. ’ξα‑ στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Αγοράζω:
- εξαγοράρης ο· ξαγοράρης.
-
- Εξομολογητής, πνευματικός:
- (Φορτουν. Δ´ 21)·
- (σε μεταφ.):
- έχουν τον λογισμόν παπάν, τον νουν εξαγοράρην (Απόκοπ. 201).
[<ουσ. εξαγορευτής αναλογ. με ουσ. σε ‑άρης. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ.)]
- Εξομολογητής, πνευματικός:
- εξαγορασία η· ’ξαγορασά.
-
- 1) Εξαγορά (αιχμαλώτου):
- (Δούκ. 39526).
- 2) Απόκτηση πλήρους κυριότητας με καταβολή ορισμένου τιμήματος, αγορά στο ακέραιο:
- (Βαρούχ. 7977‑8, 9).
[<εξαγοράζω + κατάλ. ‑σία. Η λ. τον 5.-7. αι. (LBG) και σε Γλωσσάρ.]
- 1) Εξαγορά (αιχμαλώτου):
- εξαγοράσιμος -η -ο [eksaγorásimos] Ε5 : που είναι δυνατό να εξαγοραστεί. || (για ορισμένη υποχρέωση, συνήθ. έννομη) που μπορεί κανείς να απαλλαχτεί από αυτή πληρώνοντας ορισμένο αντίτιμο: Εξαγοράσιμη ποινή / στρατιωτική θητεία.
[λόγ. εξαγορασ- (εξαγοράζω) -ιμος]
- εξαγόρασις η.
-
- α) Εξαγορά αιχμαλώτου με λύτρα:
- ας πληρωθεί η εξαγόρασις του αφέντου μου του λίζιου (Χρον. Μορ. H 4452)·
- β) (μεταφ.) λύτρωση, απολύτρωση:
- (Χριστ. διδασκ. 84).
[<εξαγοράζω + κατάλ. ‑σις. Τ. ’ξα‑ στο Βλάχ. Η λ. τον 4. αι.]
- α) Εξαγορά αιχμαλώτου με λύτρα:
- εξαγόρασμα το· ’ξαγόρασμα.
-
- Τίμημα εξαγοράς αιχμαλώτου:
- (Πεντ. Αρ. III 49)·
- (μεταφ.) αντίτιμο, αντάλλαγμα:
- (αυτ. Έξ. ΧΧΙ 30).
[<αόρ. του εξαγοράζω + κατάλ. ‑μα. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. στο Somav.]
- Τίμημα εξαγοράς αιχμαλώτου:
- εξαγορασμός ο· ’ξαγορασμός.
-
- Εξαγορά:
- (Πεντ. Λευιτ. ΧΧVΙΙ 19).
[<αόρ. του εξαγοράζω + κατάλ. ‑μός. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. τον 6.-7. αι. (LBG)]
- Εξαγορά: