Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαγνίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαγνίζω [eksaγnízo] -ομαι Ρ2.1 : απαλλάσσω κπ. ή κτ. από τις συνέπειες ενός ηθικού ή θρησκευτικού παραπτώματος: H εξομολόγηση εξαγνίζει τον άνθρωπο. Ο Ορέστης, για να εξαγνιστεί από το φόνο της μητέρας του, πήγε στη χώρα των Tαύρων.

[λόγ. εξ- αγν(ός) -ίζω απόδ. γαλλ. purifier]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες