Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαγγελία η [eksangelía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξαγγέλλω: ~ κινήτρων για την ανάκαμψη της οικονομίας. Kυβερνητικές εξαγγελίες. Έμεινε σε επίπεδο εξαγγελιών, για υπόσχεση, διακήρυξη κτλ. που δεν πραγματοποιήθηκε.
[λόγ. < αρχ. ἐξαγγελία `μυστική πληροφορία στον εχθρό΄ με αλλ. της σημ. κατά το εξαγγέλλω]