Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εξαίσιος, επίθ.
-
- 1) Θαυμάσιος, λαμπρός:
- (Πουλολ. 107)·
- έργον θαυμαστόν κι εξαίσιο κάνεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. γ´ [40]).
- 2) Εκπληκτικός, ασυνήθιστος:
- τον Θεόν … ηυχαρίστησαν τον ποιούντα εξαίσια και μεγάλα θαύματα (Ιστ. πατρ. 12320· Βίος Αλ. 5711).
[αρχ. επίθ. εξαίσιος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Θαυμάσιος, λαμπρός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαίσιος -α -ο [eksésios] Ε6 : (για θετική ιδιότητα) που είναι πολύ έντονος ή ασυνήθιστος, έτσι ώστε να ξεχωρίζει: Γυναίκα εξαίσιας ομορφιάς. α. πάρα πολύ καλός: ~ άνθρωπος. Εξαίσιο κρασί. β. πάρα πολύ ωραίος: Mια εκκλησία με εξαίσιες τοιχογραφίες. Tα εξαίσια χρώματα του δειλινού.
εξαίσια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐξαίσιος]