Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εξαίρετος, επίθ.
-
- 1) Ιδιαίτερος, έκτακτος:
- (Διάτ. Κυπρ. 50322).
- 2) Έκφρ. κατ’ εξαίρετον = ξεχωριστά από …:
- (Ψευδο-Σφρ. 43835).
[αρχ. επίθ. εξαίρετος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ιδιαίτερος, έκτακτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαίρετος -η -ο [ekséretos] Ε5 : 1.εξαιρετικός. α. πολύ καλός: Ένας ~ άνθρωπος / δικαστής / μαθητής. β. (σπάν.) πολύ μεγάλος ή πολύ έντονος. 2. (νομ., ως ουσ.) το εξαίρετο, περιουσιακό στοιχείο, συνήθ. κινητό, που δίνεται σε κληρονόμο χωριστά από την κανονική κληρονομική μερίδα.
εξαίρετα ΕΠIΡΡ πάρα πολύ καλά: Hθοποιός που αποδίδει ~ το ρόλο του. [λόγ. < αρχ. ἐξαίρετος]