Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαίρεση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαίρεση η [ekséresi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξαιρώ. 1α. ο διαχωρισμός (προσώπου ή πράγματος) από το σύνολο στο οποίο ανήκει, η μη απόδοση σ΄ αυτό(ν) των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τα υπόλοιπα μέλη του συνόλου: Όλοι χωρίς ~. Kάνω ~ για κπ., ενεργώ διαφορετικά για κπ. από ό,τι για τους άλλους με στόχο να τον ωφελήσω ή να τον βλάψω: Ως δάσκαλος ενδιαφέρομαι το ίδιο για όλους τους μαθητές μου· για κανέναν δεν κάνω εξαιρέσεις. (έκφρ.) κατ΄ ~, χωρίς να τηρηθούν οι συνηθισμένοι όροι: Πήρε στεγαστικό δάνειο κατ΄ ~ ως σεισμόπληκτος. με ~ ή εξαιρέσει κάποιου / κτ., εκτός από κπ. / κτ.: Στο μονοτονικό σύστημα τονίζονται όλες οι λέξεις με ~ τις περισσότερες μονοσύλλαβες. β. ό,τι εξαιρείται, είναι δηλαδή διαφορετικό από το σύνολο στο οποίο ανήκει: Είναι / αποτελεί κάποιος / κτ. ~, εξαιρείται ή είναι σπάνιος: Οι τίμιοι άνθρωποι σήμερα αποτελούν ~. 2. απαλλαγή από νόμιμη υποχρέωση ή στέρηση νόμιμου δικαιώματος: H ~ κάποιου από ορισμένη κλήρωση / διανομή, αποκλεισμός. || (ειδικά για εξαίρεση παραγόντων μιας δίκης): ~ δικαστή / εισαγγελέα από τη σύνθεση του δικαστηρίου. Aίτηση για ~ ενός μάρτυρα. Λόγος για ~ μπορεί να είναι η συγγένεια, η φιλία, το συμφέρον. 3. παρέκκλιση από συγκεκριμένο κανόνα: Έμαθε όχι μόνο τους κανόνες της γραμματικής αλλά και τις εξαιρέσεις τους. (έκφρ.) δεν υπάρχει κανόνας* χωρίς ~. κάθε κανόνας* έχει και τις εξαιρέσεις του. η ~ επιβεβαιώνει τον κανόνα*.

[λόγ. < αρχ. ἐξαίρε(σις) `βγάλσιμο έξω΄ -ση σημδ. γαλλ. exception]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες