Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαέρωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαέρωση η [eksaérosi] Ο33 : 1.αφαίρεση του αέρα που έχει συγκεντρωθεί σε συσκευή, μηχάνημα κτλ. και εμποδίζει την κανονική του λειτουργία: ~ του καλοριφέρ. ~ των φρένων. 2. μεταβολή ενός σώματος στερεού ή υγρού σε αέρα ή αέριο.

[λόγ. < ελνστ. ἐξαέρω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες