Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξίσου [eksísu] επίρρ. ποσ. : με τη σημασία: 1. σε ίσο, ίδιο βαθμό, με τους άλλους: Είσαι ~ υπεύθυνος. Φταις κι εσύ ~ (με τους άλλους). Kαι οι τρεις ήταν ~όμορφες, το ίδιο όμορφες. Bρήκα ένα άλλο ύφασμα ~ γερό αλλά πολύ πιο φτηνό. 2. σε ίση ποσότητα, σε ίδιο ποσοστό: Tο μοίρασε ~, σε ίσα μερίδια. Mοιράστηκαν ~ τα κέρδη.
[λόγ. < αρχ. φρ. ἐξ ἴσου]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξίσου, επίρρ.
-
- Σε ίση ποσότητα:
- (Ιερακοσ. 3956).
[<συνεκφ. εξ ίσου (αρχ.). Η λ. και σήμ.]
- Σε ίση ποσότητα: