Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξήγηση η [eksíjisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξηγώ. 1. λεπτομερής περιγραφή ή ανάλυση ενός αντικειμένου ή γεγονότος, έτσι ώστε αυτό να γίνει κατανοητό, και ιδίως πληροφορία ή δικαιολογία σχετική με τη συμπεριφορά ή τις προθέσεις κάποιου: Δίνω εξηγήσεις σε κπ. Zητώ εξηγήσεις από κπ. Aπαιτώ μια ~. 2. ερμηνεία: H ~ ενός φαινομένου, εύρεση των αιτίων του. H ~ ενός ονείρου, εύρεση του προφητικού μηνύματος που υποτίθεται ότι αυτό δίνει. || (παρωχ.) μετάφραση: H ~ ενός κειμένου.
[λόγ. < αρχ. ἐξήγη(σις) `ερμηνεία΄ -ση]