Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξέχω [ekséxo] Ρ πρτ. εξείχα : σχηματίζω προεξοχή, εκτείνομαι έξω από ένα επίπεδο, υπαρκτό ή νοητό, ή από μια γραμμή, η οποία ορίζεται από μια σειρά αντικειμένων· προεξέχω: Tο μεσαίο δάχτυλο του χεριού εξέχει από τα άλλα. Σκόπελος είναι βράχος μέσα στη θάλασσα που εξέχει λίγο από την επιφάνεια του νερού.
[λόγ. < αρχ. ἐξέχω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξέχων -ουσα -ον [ekséxon] Ε12 : (λόγ., για πρόσ.) που είναι πολύ σημαντικός με συνέπεια να ξεχωρίζει από τους άλλους, να είναι ευρύτερα γνωστός: Ένας ~ επιστήμονας / πολιτικός. Εξέχουσα φυσιογνωμία / προσωπικότητα. || (μαθημ.) Εξέχουσα γωνία, επίπεδη ή στερεά γωνία που αποτελεί μέρος της επιφάνειας ή της περιμέτρου ενός σχήματος και έχει το άνοιγμά της στραμμένο προς τα μέσα. ANT εισέχων.
[λόγ. < αρχ. ἐξέχων μεε. του ἐξέχω, ελνστ. φρ. ὁ ἐξέχων ἀνήρ]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξέχωρα τα,
- βλ. ξέχωρα.
[Λεξικό Κριαρά]
- εξεχωρίζω,
- βλ. ξεχωρίζω.
[Λεξικό Κριαρά]
- εξεχώριστος, εξεχωριστός, επίθ.,
- βλ. ξεχωριστός.
[Λεξικό Κριαρά]
- εξέχωρος, επίθ.,
- βλ. ξέχωρος.