Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξέταση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξέταση η [eksétasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξετάζω. 1α. προσεκτική παρατήρηση με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων: Σύντομη / προσεκτική ~ ενός προβλήματος / μιας υπόθεσης. Είναι απαραίτητη η λεπτομερής ~ του εδάφους, πριν γίνει καλλιέργεια ή οικοδόμηση. β. συγκέντρωση πληροφοριών με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων: H ~ του προβλήματος των ναρκωτικών. 2α. έλεγχος των γνώσεων ή των ικανοτήτων κάποιου σε συγκεκριμένο θέμα: Γραπτή / προφορική ~. H ~ του κάθε υποψηφίου διαρκεί επί μία ώρα. || (πληθ.) οργανωμένο σύνολο εξετάσεων: Εισαγωγικές εξετάσεις για το λύκειο / για το πανεπιστήμιο. Προαγωγικές / απολυτήριες / πτυχιακές εξετάσεις. Γραπτές / προφορικές εξετάσεις. Tα θέματα των εξετάσεων. Δίνω εξετάσεις, εξετάζομαι. Επιτυχία / αποτυχία στις εξετάσεις. β. σειρά από ερωτήματα που υποβάλλονται σε κπ. με σκοπό την εύρεση της αλήθειας: H δίκη συνεχίστηκε με ~ μαρτύρων. || (ιστ.) Iερά* Εξέταση. γ. ιατρικός έλεγχος που αφορά την κατάσταση της υγείας κάποιου: ~ με ψηλάφηση / με ακρόαση / με ειδικά όργανα. ~ αίματος / ούρων. Πήγε στο νοσοκομείο για μια σειρά εξετάσεων. Aποτελέσματα των εξετάσεων.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐξέτα(σις) -ση· 2: σημδ. γαλλ. examen]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες