Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξέλκωση η [eksélkosi] Ο33 : (ιατρ.) α. πληγή που σχηματίζεται στο δέρ μα, όταν σπάσει μια φουσκάλα. β. σχηματισμός έλκους.
[λόγ. < ελνστ. ἐξέλκω(σις) -ση]