Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξέδρα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξέδρα η [ekséδra] Ο25 : 1α.κατασκευή επίπεδη και υπερυψωμένη, έτσι ώστε εκείνοι που στέκονται επάνω της να βλέπουν ή να φαίνονται καλύτερα: Οι επίσημοι παρακολούθησαν την παρέλαση από ειδική ~. Έστησαν μια πρόχειρη ξύλινη ~ για τους οργανοπαίκτες. β. κάθε άλλη κατασκευή, ιδίως εξάρτημα κτιρίου, με αντίστοιχο προορισμό: ~ γηπέδου / σταδίου, οι κερκίδες και ιδίως ορισμένες με ειδική κατασκευή και για ειδική χρήση. 2. (τεχνολ.) υπερυψωμένη κατασκευή με τεχνολογικό εξοπλισμό κατάλληλο για ορισμένη εργασία: Πλωτή ~ για άντληση πετρελαίου. Ειδική ~ για εκτόξευση του διαστημοπλοίου. || ~ καταδύσεων.

[λόγ. < αρχ. ἐξέδρα `ταράτσα σκεπαστή με καθίσματα΄, ελνστ. για τμήμα θεάτρου]

[Λεξικό Κριαρά]
εξέδρα η· ’ξέδρα.
  • Αποχωρητήριο:
    • Περί αναγκαίου, ήγουν ’ξέδρας (Βακτ. αρχιερ. 137).

[αρχ. ουσ. εξέδρα. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες