Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξέγερση η [ekséjersi] Ο33 : α.βίαιη, ομαδική ενέργεια εναντίον της υφιστάμενης, συνήθ. κρατικής, εξουσίας: Ένοπλη / αιματηρή ~. Kαταστολή της εξέγερσης. Εξεγέρσεις δούλων κατά την αρχαιότητα. Λαϊκή ~. β. έντονη αντίδραση, ιδίως άρνηση υποταγής κάποιου σε ορισμένη εξουσία ή γενικά σε καταναγκασμό: Πνεύμα / διάθεση για ~. H ~ της συνείδησης. || ~ των ανθρώπινων ενστίκτων / των παθών ενάντια στη λογική.
[λόγ. < ελνστ. ἐξέγερ(σις) `ξύπνημα΄ -ση σημδ. του λαϊκού ξεσηκωμός ή του γαλλ. soulevement]