Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξάωρος -η -ο [eksáoros] Ε5 : που διαρκεί έξι ώρες: ~ ύπνος. Εξάωρη εργασία / ανάπαυση. || (ως ουσ.) το εξάωρο, χρονικό διάστημα έξι ωρών. (ιδ. για διδακτικές ώρες): Σήμερα, Tρίτη, η τάξη μας έχει εξάωρο.
[λόγ. < ελνστ. ἑξάωρος]