Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξάχρονος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξάχρονος -η -ο [eksáxronos] Ε5 : 1.που έχει ηλικία έξι χρονών: Ένα εξάχρονο αγόρι. || (ως ουσ.) παιδί ηλικίας έξι χρονών. 2. που διαρκεί έξι χρόνια: ~ πόλεμος, εξαετής.

[εξα- + -χρονος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες