Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξάχορδος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξάχορδος -η -ο [eksáxorδos] Ε5 : (μουσ.) α. (για όργανο) που έχει έξι χορδές. β. (ως ουσ.) το εξάχορδο, είδος κλίμακας έξι φθόγγων στην ευρωπαϊκή μουσική κατά τη διάρκεια του Mεσαίωνα και της Aναγέννησης.

[λόγ. < μσν.(;) εξάχορδος < εξα- + χορδ(ή) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες