Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξάστηλος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξάστηλος -η -ο [eksástilos] Ε5 : (για κείμενο δημοσιευμένο σε εφημερίδα ή σε περιοδικό) που καταλαμβάνει χώρο έξι στηλών. || (ως ουσ.) το εξάστηλο, δημοσίευμα που καταλαμβάνει χώρο έξι στηλών.

[λόγ. εξα- + στήλ(η) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες