Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξάσκηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξάσκηση η [eksáskisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξασκώ. α. άσκηση ορισμένης δραστηριότητας με σκοπό τη βελτίωση της επίδοσής μου σ΄ αυτή: Kαθημερινή / εντατική / διαρκής ~. β. εφαρμογή θεωρητικών γνώσεων στην πράξη: Πρακτική ~. Mετά το τέλος του μαθήματος θα κάνουμε πρακτική ~.

[λόγ. εξασκη- (εξασκώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες