Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξάρτιση η [eksártisi] Ο33 : το σύνολο των εξαρτημάτων, ιδίως των πανιών και των σχοινιών, ενός ιστιοφόρου πλοίου.
[λόγ. < ελνστ. ἐξαρτι- (εξαρτίζω) `εξοπλίζω (πλοίο)΄ -σις > -ση (πρβ. ελνστ. ἐξάρτισις `ετοιμασία μηχανής για βολή΄)]