Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξάρτηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξάρτηση η [eksártisi] Ο33 : η σχέση που υπάρχει, όταν κάποιος ή κτ. εξαρτάται από κπ. ή κτ. άλλο. 1. η στενή (συχνά αιτιακή) σχέση που υπάρχει ή θεωρείται ότι υπάρχει μεταξύ δύο φαινομένων κτλ.: H ~ του ανθρώπου από το περιβάλλον / της βιομηχανίας από τις πρώτες ύλες / της οικονομικής ανάπτυξης από την εργασία και το κεφάλαιο. ~ του αιτιατού από το αίτιο / του συναισθήματος από την ένταση της εντύπωσης. 2α. η σχέση κατά την οποία κάποιος ή κτ. βρίσκεται στη δικαιοδοσία κάποιου άλλου: Kαθεστώς εξάρτησης. Οικονομική / πολιτική ~ μιας χώρας από μία άλλη. Πνευματική / ψυχική / οικονομική ~ ενός ανθρώπου από κάποιον άλλο. H γονική ~ του ανήλικου παιδιού. β. (γραμμ.): H ~ του αντικειμένου από το ρήμα / μιας λέξης από μια άλλη. γ. εθισμός: H ~ από τα ναρκωτικά. δ. (ψυχ.) δημιουργία μιας νέας συμπεριφοράς σε έναν οργανισμό διά μέσου της δημιουργίας προσωρινών σχέσεων μεταξύ των ερεθισμάτων του περιβάλλοντος και των αντιδράσεων του οργανισμού.

[λόγ. < ελνστ. ἐξάρτη(σις) -ση `κρέμασμα΄, αρχ. σημ.: `συνοχή των μερών του σώματος΄ και κατά τις σημ. της λ. εξαρτώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες