Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξάρτημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξάρτημα το [eksártima] Ο49 : το καθένα από τα στοιχεία που ανήκουν σε ορισμένο μηχάνημα, μηχανισμό κτλ. και βοηθούν στη σωστή λειτουργία του· (πρβ. ανταλλακτικό): Tα εξαρτήματα του αυτοκινήτου / του αεροπλάνου. Tο μίξερ και τα εξαρτήματά του. || (ανατ.): Tα εξαρτήματα της μήτρας, οι σάλπιγγες και οι ωοθήκες.

[λόγ. < ελνστ. ἐξάρτημα `κτ. που κρέμεται, που είναι προσαρμοσμένο΄ σημδ. γαλλ. dépendance ή αγγλ. appendage]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες