Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξάρι το [eksári] Ο44 : σύνολο από έξι ομοειδείς μονάδες. 1α. διαμέρισμα με έξι κύρια δωμάτια. β. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Έδωσα ένα ~ (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). γ. για βαθμολογία: Πήρε ένα ~, ένα έξι. δ. επιτυχία έξι προβλέψεων στο λότο: Έπιασε ~. Στην τελευταία κλήρωση του λότο δε βρέθηκε κανένα ~. 2. χαρτί της τράπουλας που έχει τον αριθμό έξι και τον αντίστοιχο αριθμό των διακριτικών της ομάδας του. 3. (ως επίθ.) για τυποποιημένο μέγεθος: Kλειδί / καρφί ~. Γράμματα εξάρια.
εξαράκι το YΠΟKΟΡ. [έξ(ι) -άρι]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξάρι το.
-
- Οθωμανικό ασημένιο νόμισμα αξίας έξι άσπρων (πβ. τουρκ. altιlιk):
- (Συναδ. φ. 73ν).
[<αριθμητ. εξ + κατάλ. ‑άρι. Η λ. και σήμ.]
- Οθωμανικό ασημένιο νόμισμα αξίας έξι άσπρων (πβ. τουρκ. altιlιk):
[Λεξικό Κριαρά]
- εξαριθμίζω.
-
- Μετρώ, υπολογίζω, μελετώ:
- ανερωτώ το φέγγος και τ’ άστρα εξαριθμίζω τα (Λίβ. Sc. 1677).
[<αόρ. του αρχ. εξαριθμέω]
- Μετρώ, υπολογίζω, μελετώ:
[Λεξικό Κριαρά]
- εξαριστερά, επίρρ.
-
- Από τ’ αριστερά:
- (Αποκ. Θεοτ. 253).
[<αρχ. έκφρ. εξ αριστερών]
- Από τ’ αριστερά: