Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξάπτω [eksápto] -ομαι Ρ4 αόρ. εξήψα, απαρέμφ. εξάψει : 1.ενεργοποιώ κτ., το κάνω να εκδηλωθεί και να γίνει περισσότερο έντονο: ~ τη φαντασία / το θυμό κάποιου. Δημαγωγικές ενέργειες που εξάπτουν τα πολιτικά πάθη. 2. (παθ.) θυμώνω και εκδηλώνω το θυμό μου με διάφορες αντιδράσεις: Mην εξάπτεσαι χωρίς λόγο. Όταν εξάπτεται, χάνει τον αυτοέλεγχο.
[λόγ. < ελνστ. ἐξάπτω `αναφλέγω΄ αρχ. παθ. ἐξάπτομαι (διαφ. το αρχ. ἐξάπτω `δένω από κάπου΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξάπτω· αξάφτω· εξάφτω· ’ξάφτω.
-
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Ανάβω:
- πυράν εξάφτουσιν ευθύς, βρώματα θέλουν ψήσειν (Φυσιολ. (Legr.) 504)·
- (μεταφ.):
- την ολπίδαν του το φως τού ’ξάφτει τη σβημένη (Στάθ. Ά 10)·
- β) (μεταφ.) καίω:
- Εάν αγαπάς και εξάπτει σε ο πόθος (Ιατροσ. 22127).
- α) Ανάβω:
- 2) (Προκ. για φωτιά) δυναμώνω:
- (Ερωτόκρ. Γ´ 339), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 52710)·
- (μεταφ.):
- η Μαξιμώ … εξήπτεν περισσότερα τον έρωτα εις εμένα (Διγ. Άνδρ. 39614).
- 3) Εξάπτω, ερεθίζω:
- εξάπτει (ενν. ο δράκων) πάλιν προς θυμόν την δρακοντώδη φύσιν (Καλλίμ. 670).
- 1)
- Β´ Αμτβ.
- 1)
- α) Ανάβω:
- εξάφτει ο βωμός (Φυσιολ. (Legr.) 768· Πεντ. Έξ. ΙΧ 24)·
- (μεταφ.):
- Λέγ’ η καρδιά μου: «Αξάψε και μην σβήσεις, γιατί έναι ’λλίγον όσον ν’ αγαπήσεις» (Κυπρ. ερωτ. 8312)·
- β) (μεταφ.) καίγομαι:
- χοχλάζουν … όλοι που ποθούσιν κι αξάφτουν όσ’ είν’ να ’ν’ στην δούλεψήν του (ενν. του έρωτα) (Κυπρ. ερωτ. 1811).
- α) Ανάβω:
- 2) (Προκ. για φωτιά) δυναμώνω, φουντώνω:
- (Λεηλ. Παροικ. 651)·
- (μεταφ.):
- άξαφτε πλια ο πόλεμος (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5385· Ερωφ. Β´ 400).
- 3) Θυμώνω:
- απήτις εμισσέψαν, απονάτο και εξάφτεν ο πασάς ’ποπάνω ως κάτω (Λεηλ. Παροικ. 355).
- 4) Ταράζομαι, εξάπτομαι:
- εξάψε κι εκοκκίνισε κι εχλόμιανε περίσσα (Ερωτόκρ. Β´ 2295).
- 5) (Προκ. για τη νιότη) υποφέρω, βασανίζομαι:
- (Κυπρ. ερωτ. 614).
- 6) Ξεσπώ (μεταφ.):
- να σβήσεις … ετούτον το σκάνδαλον οπού μέλλει να ’ξάψει (Βλαστού, Επιστ. 177).
- 1)
[αρχ. εξάπτω. Ο τ. αξάφτω στο Meursius (‑αύτειν και ‑ειν) και σήμ. κυπρ. Οι τ. ‑φτω και ’ξάφτω και σήμ. ιδιωμ. Τ. ’ξάπτω στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- Α´ Μτβ.