Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξάπλωση η [eksáplosi] Ο33 : α.αύξηση της γεωγραφικής έκτασης που καλύπτει ή γενικά επηρεάζει κτ.· επέκταση: H ~ του ελληνισμού κατά την αρχαιότητα / των Tούρκων κατά τις αρχές των νέων χρόνων. || αύξηση των περιπτώσεων και ιδίως των κρουσμάτων: H ~ μιας επιδημίας / των ναρκωτικών. β. αποδοχή από περισσότερους ανθρώπους· διάδοση: H ~ μιας θρησκείας / μιας ιδεολογίας.
[λόγ. < ελνστ. ἐξάπλω(σις) `ξετύλιγμα΄ -ση κατά τη σημ. του εξαπλώνω]