Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξάπαντος [eksápandos] επίρρ. : οπωσδήποτε, ασφαλώς, σε κάθε περίπτωση: Θα τηλεφωνήσω ~ πριν το μεσημέρι.
[λόγ. < ελνστ. ἐξάπαντος < αρχ. φρ. ἐξ ἅπαντος `με οποιαδήποτε αιτία΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξάπαντος, επίρρ.
-
- 1) Εξολοκλήρου:
- εκράτησεν εξάπαντος τους δρόμους του πελάγου (Χρον. Μορ. P 1288).
- 2) Ασφαλώς, οπωσδήποτε:
- τούτο θέλει να γένει εξάπαντος και να μηδέν γένει αλλέως (Βησσ., Επιστ. 2117).
[<συνεκφ. εξ άπαντος (αρχ., DGE, λ. άπας ΙΙΙ2). Η λ. και σήμ.]
- 1) Εξολοκλήρου: