Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξάντληση η [eksándlisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξαντλώ. 1. τελείωμα λόγω χρήσης ή κατανάλωσης: ~ των τροφίμων / των πυρομαχικών / των κεφαλαίων. ~ του εδάφους, λόγω της καλλιέργειας. || πώληση όλων των αντιτύπων ή των αποθεμάτων ενός προϊόντος: ~ ενός βιβλίου / μιας έκδοσης. 2α. χρήση, άσκηση ή εφαρμογή στον ανώτατο δυνατό βαθμό: ~ της αντοχής / της υπομονής / της ανοχής κάποιου. ~ όλων των μέσων. β. πλήρης έρευνα ή ανάλυση: ~ ενός θέματος. || (μαθημ.) Mέθοδος εξάντλησης. 3. μεγάλη μείωση: α. των σωματικών δυνάμεων κάποιου: ~ από την πείνα / τον πυρετό. Πέθανε από ~. β. των δυνατοτήτων κάποιου: Ψυχική ~. Οικονομική ~ μιας οικογένειας / μιας χώρας.
[λόγ. < ελνστ. ἐξάντλη(σις) `καταιονισμός΄ -ση κατά την αλλ. της σημ. του εξαντλώ σημδ. γαλλ. épuissement]