Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξάμηνος -η -ο [eksáminos] Ε5 : 1α.που διαρκεί έξι μήνες: Εξάμηνη παράταση / προθεσμία / αναβολή. β. (ως ουσ.) το εξάμηνο, χρονικό διάστημα έξι μηνών· εξαμηνία: Tο πρώτο / δεύτερο εξάμηνο του έτους. Tο σπίτι χτίστηκε σε ένα εξάμηνο. || (ως χρονική μονάδα διδασκαλίας): Tο πρώτο / δεύτερο εξάμηνο του σχολικού έτους. Mάθημα που διδάσκεται επί τρία εξάμηνα. 2. εξαμηνιαίος.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἑξάμηνος]