Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξάλειψη η [eksálipsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξαλείφω. α. εξαφάνιση: H ικανοποίηση μιας έμφυτης τάσης προκαλεί την ~ του αντίστοιχου συναισθήματος. β. (νομ.) κατάργηση: H ~ των νομικών συνεπειών του εμφύλιου πολέμου.
[λόγ. < ελνστ. ἐξάλειψις (-σις > -ση) `σοβάτισμα, καταστροφή΄ κατά τη σημ. του εξαλείφω]