Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξάδελφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εξάδελφος ο· αξάδελφος· αξάδερφος· ξάδελφος.
  • Εξάδελφος:
    • (Κορων., Μπούας 89).

[μτγν. ουσ. εξάδελφος. Ο τ. αξά‑ στο Βλάχ. Ο τ. αξάδερφος στο Somav. Η λ. και ο τ. ξά‑ και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες