Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενώπιον [enópion] επίρρ. : (λόγ.) με γενική προσώπου, μπροστά σε κπ.· παρουσία κάποιου: ~ μαρτύρων. Ό,τι λες τώρα θα το επαναλάβεις και ενώπιόν του. (έκφρ.) ~ Θεού και ανθρώπων, για ηθική δέσμευση.
[λόγ. < ελνστ. επίρρ. ἐνώπιον (< αρχ. ἐνώπιος)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ενώπιον, επίρρ.· ενέπιον.
-
- Μπροστά σε κάπ.:
- (Χρον. Μορ. P 2338), (Αχιλλ. N 208)·
- εδιαφτείρτην ηγής ενέπιον τον Θεό (Πεντ. Γέν. VI 11).
[μτγν. επίρρ. ενώπιον. Η λ. και σήμ.]
- Μπροστά σε κάπ.: