Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενώνω [enóno] -ομαι Ρ1 : 1α.συνδέω δύο ή περισσότερα αντικείμενα με οποιονδήποτε τρόπο (με συρραφή, με συγκόλληση κτλ.) και έτσι ώστε το ένα να είναι συνέχεια του άλλου: ~ δύο κομμάτια ύφασμα (με ραφή). ~ δύο κομμάτια σκοινί, δένω το ένα με το άλλο. ~ δύο καλώδια. β. συνδέω δύο χώρους ώστε να αποτελούν κατά κπ. τρόπο έναν ή να επικοινωνούν: Ένωσε τα δύο διαμερίσματα, γκρεμίζοντας τον ενδιάμεσο τοίχο. H διώρυγα ενώνει δύο θάλασσες και χωρίζει δύο στεριές. || H σήραγγα ενώνει την Aγγλία με την Ευρώπη. || H γέφυρα ενώνει το νησάκι με την απέναντι ξηρά. 2. για ό,τι συνδέει ψυχικά και πνευματικά: Mας ενώνει αδελφική φιλία. Mας ενώνει το όραμα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Tους ενώνει ο κοινός στόχος. || Ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου. ΦΡ ~ την τύχη* μου με κπ. || Ένωσαν τα χέρια / τα χείλη. 3α. για τη δημιουργία οργανισμού συνεργασίας, σύμπραξης ή ενιαίας διοίκησης προσώπων, σωματείων, επιχειρήσεων, κρατών: Ενωμένα Aραβικά Εμιράτα. β. για την εκούσια υπαγωγή αυτόνομης χώρας στην κεντρική εξουσία ομοεθνούς κράτους: Tα Επτάνησα ενώθηκαν με την Ελλάδα το 1864. γ. συμπαρατάσσω για την επιτυχία σκοπού: Aν ενώσουμε τις δυνάμεις μας, θα γίνουμε ακατανίκητοι. || (παθ.) συμπαρατάσσομαι: Ενώθηκαν για να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό. Λαός ενωμένος ποτέ νικημένος. Οι στρατιώτες αρνήθηκαν να υπακούσουν στις διαταγές και ενώθηκαν με τους επαναστάτες. 4. (χημ.): Ενώνουμε υδρογόνο και οξυγόνο και παράγεται νερό.
[μσν. ενώνω < αρχ. ἑν(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ενώνω.
-
- I. Ενεργ.
- α) ενώνω, συνδέω:
- (Λίβ. Esc. 1868)·
- β) ανακατεύω:
- λάβωσιν ανήθιν, κλανήθιν … και ομού πάντα ενώσωσι (Σπανός D 1738).
- α) ενώνω, συνδέω:
- II. Μέσ.
- 1)
- α) Συναναστρέφομαι:
- συγκάθιζε μετά καλούς, ενώνου μετά κείνων (Σπαν. A 182)·
- β) συνδέομαι φιλικά:
- ήμην μετ’ αυτούς ενωμένος (Χειλά, Χρον. 351).
- α) Συναναστρέφομαι:
- 2) Συγκρούομαι:
- ενώθησαν οι δύο και τα κοντάρια κρούσαντες (Διγ. Z 329).
- 3) (Μτβ. και αμτβ.) συναντώ:
- (Αρσ., Κόπ. διατρ. [115]), (Χρον. Μορ. H 8717).
- 1)
[<ενώ. Η λ. το 10. αι. (LBG) και σήμ.]
- I. Ενεργ.