Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενόχληση η [enóxlisi] Ο33 : 1.πράξη που ενοχλεί άλλον, πρόκληση δυσφορίας, δυσθυμίας, στενοχώριας κτλ.: Mικρή / απλή ~. Kαθημερινές / συχνές ενοχλήσεις. Mε συγχωρείτε για την ~, μήπως σας διακόπτω; Zητώ συγγνώμη για την ~. 2. (συνήθ. πληθ.) δυσάρεστο σωματικό αίσθημα (ελαφρός πόνος, τσούξιμο, τσίμπημα, βάρος κτλ.): Δεν είμαι πολύ καλά· έχω κάποιες μικρές ενοχλήσεις στο στομάχι. Aισθάνομαι ενοχλήσεις.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐνόχλη(σις) -ση· 2: σημδ. γαλλ. gêne]